- ανορμίζω
- ἀνορμίζω (Α)1. παίρνω, βγάζω τα πλοία από το αγκυροβόλιο στο ανοιχτό πέλαγος2. μέσ. βγαίνω στο πέλαγος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνορμισάμενος — ἀνορμίζω take aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνορμίζονται — ἀνορμίζω take pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)